Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Applicant
01
αίτηση, υποψήφιος
someone who formally applies for something, especially a job, position, or opportunity
Παραδείγματα
The company interviewed ten applicants for the software engineering role.
Η εταιρεία πέρασε συνέντευξη με δέκα υποψήφιους για τη θέση του μηχανικού λογισμικού.
Each applicant must submit a completed form and two letters of recommendation.
Κάθε αιτών πρέπει να υποβάλει μια συμπληρωμένη φόρμα και δύο επιστολές συστάσεως.



























