Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Applesauce
01
σάλτσα μήλου, πολτό μήλου
a pureed mixture of cooked apples, often sweetened and flavored with spices
Παραδείγματα
In my favorite restauran, warm applesauce is served as a side dish with the roasted chicken.
Στο αγαπημένο μου εστιατόριο, σερβίρεται ζεστή μηλόσαλτσα ως συνοδευτικό με το ψητό κοτόπουλο.
We brought a jar of homemade applesauce to share at the picnic.
Φέραμε ένα βάζο σπιτικό πολτό μήλου για να μοιραστούμε στο πικνίκ.
02
ανοησίες, ασυναρτησίες
nonsensical talk or writing
Λεξικό Δέντρο
applesauce
apple
sauce



























