Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Hostage
01
όμηρος, αιχμάλωτος
someone held prisoner by a person or group who will be set free if the demands of that person or group are met
Παραδείγματα
The kidnappers took several employees hostage during the bank robbery, demanding a ransom for their release.
Οι απαγωγείς πήραν αρκετούς υπαλλήλους ομήρους κατά τη διάρκεια της ληστείας της τράπεζας, ζητώντας λύτρα για την απελευθέρωσή τους.
Negotiators worked tirelessly to secure the safe return of the hostage from the rebel camp.
Οι διαπραγματευτές εργάστηκαν ακούραστα για να εξασφαλίσουν την ασφαλή επιστροφή του ομήρου από το στρατόπεδο των ανταρτών.



























