Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Horseflesh
01
κρέας αλόγου, βρώσιμο κρέας αλόγου
the edible meat obtained from horses
Παραδείγματα
He traveled to a foreign country where horseflesh was considered a delicacy.
Ταξίδεψε σε μια ξένη χώρα όπου το κρέας αλόγου θεωρούνταν λιχουδιά.
He was unaware that eating horseflesh was illegal in their country.
Δεν γνώριζε ότι η κατανάλωση κρέατος αλόγου ήταν παράνομη στη χώρα τους.
Λεξικό Δέντρο
horseflesh
horse
flesh



























