Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
hormonal
01
ορμονικός, σχετικός με τις ορμόνες
related to the body's hormones, which control different bodily functions
Παραδείγματα
Hormonal changes during puberty can lead to acne breakouts.
Οι ορμονικές αλλαγές κατά την εφηβεία μπορεί να οδηγήσουν σε εξάρσεις ακμής.
The doctor prescribed hormonal therapy to balance hormone levels in the patient's body.
Ο γιατρός συνέταξε ορμονική θεραπεία για την ισορροπία των επιπέδων ορμονών στο σώμα του ασθενούς.
Λεξικό Δέντρο
hormonal
hormone



























