Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
homogenized milk
/hˈɑːmoʊdʒnˌaɪzd mˈɪlk/
/hˈɒməʊdʒnˌaɪzd mˈɪlk/
Homogenized milk
01
ομογενοποιημένο γάλα, ομογενές γάλα
a type of dairy product where the fat particles are evenly dispersed throughout the milk to create a consistent texture
Παραδείγματα
I always prefer using homogenized milk in my coffee because it creates a creamy texture.
Προτιμώ πάντα να χρησιμοποιώ ομογενοποιημένο γάλα στον καφέ μου γιατί δημιουργεί μια κρεμώδη υφή.
Including homogenized milk in your diet provides essential nutrients like calcium and vitamin D.
Η συμπερίληψη ομογενοποιημένου γάλακτος στη διατροφή σας παρέχει απαραίτητα θρεπτικά συστατικά όπως ασβέστιο και βιταμίνη D.



























