Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Holocaust
01
ολοκαύτωμα, καταστροφή
a catastrophic event that results in widespread death and destruction
Παραδείγματα
The holocaust of war left the country in ruins, with countless lives lost.
Ο ολοκαυτωμός του πολέμου άφησε τη χώρα σε ερείπια, με αμέτρητες απώλειες ζωών.
The political regime ’s actions led to a holocaust that devastated the entire population.
Οι ενέργειες του πολιτικού καθεστώτος οδήγησαν σε ένα ολοκαύτωμα που κατέστρεψε ολόκληρο τον πληθυσμό.
02
το Ολοκαύτωμα, η Σοά
the mass killing of six million Jews and millions of others by Nazi Germany during World War II
Παραδείγματα
The Holocaust remains one of the most horrific chapters in human history.
Το Ολοκαύτωμα παραμένει ένα από τα πιο τρομακτικά κεφάλαια στην ανθρώπινη ιστορία.
Many survivors of the Holocaust share their stories to educate future generations.
Πολλοί επιζώντες του Ολοκαυτώματος μοιράζονται τις ιστορίες τους για να εκπαιδεύσουν τις μελλοντικές γενιές.



























