Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
hoggish
01
αδηφάγος, άπληστος
acting in a way that is greedy, selfish, or gluttonous, similar to the behavior of a pig
Παραδείγματα
His hoggish eating habits disgusted everyone at the table.
Οι απληστες διατροφικές του συνήθειες απέτρεψαν όλους στο τραπέζι.
The hoggish greed of the executives led to the company's downfall.
Η χοίρικη απληστία των στελεχών οδήγησε στην πτώση της εταιρείας.
Λεξικό Δέντρο
hoggishness
hoggish
hog



























