Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Hillside
01
πλαγιά, πλευρά του λόφου
a sloping surface or area of land that forms the side of a hill or mountain
Παραδείγματα
They built a cabin on the hillside.
Έχτισαν μια καλύβα στον πλαγιό του λόφου.
The village is located on a steep hillside.
Το χωριό βρίσκεται σε μια απότομη πλαγιά.
Λεξικό Δέντρο
hillside
hill
side



























