Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to hike up
01
τραβώ πάνω, σηκώνω
to pull or raise something upward, often suddenly or with effort
Παραδείγματα
She hiked up her skirt to cross the muddy path.
Σήκωσε τη φούστα της για να διασχίσει το λασπωμένο μονοπάτι.
The boy ’s trousers kept slipping, so he hiked them up again.
Το παντελόνι του αγοριού συνέχιζε να γλιστράει, γι' αυτό το τράβηξε πάνω ξανά.
02
αυξάνω, υψώνω
increase



























