hike up
hike up
haɪk ʌp
χαικ απ
British pronunciation
/hˈaɪk ˈʌp/

Ορισμός και σημασία του "hike up"στα αγγλικά

to hike up
01

τραβώ πάνω, σηκώνω

to pull or raise something upward, often suddenly or with effort
example
Παραδείγματα
She hiked up her skirt to cross the muddy path.
Σήκωσε τη φούστα της για να διασχίσει το λασπωμένο μονοπάτι.
The boy ’s trousers kept slipping, so he hiked them up again.
Το παντελόνι του αγοριού συνέχιζε να γλιστράει, γι' αυτό το τράβηξε πάνω ξανά.
02

αυξάνω, υψώνω

increase
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store