Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Hijacking
01
αεροπειρατεία, απαγωγή
robbery of a traveller or vehicle in transit or seizing control of a vehicle by the use of force
Λεξικό Δέντρο
hijacking
hijack
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
αεροπειρατεία, απαγωγή
Λεξικό Δέντρο