Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
higher up
01
ψηλότερα, πιο πάνω
at or toward a position that is more elevated or located farther above a reference point
Παραδείγματα
The trail gets steeper as you climb higher up.
Το μονοπάτι γίνεται πιο απότομο καθώς ανεβαίνεις ψηλότερα.
We could see the birds nesting higher up in the cliffs.
Μπορούσαμε να δούμε τα πουλιά να φωλιάζουν ψηλότερα στους βράχους.



























