LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Apotropaic
/ɐpˌɒtɹəpˈeɪɪk/
/ɐpˌɑːtɹəpˈeɪɪk/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "apotropaic"
apotropaic
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
having the power to prevent evil or bad luck
word family
apotropaic
apotropaic
Adjective
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
apotheosize
apotheosis
apotheose
apothegmatic
apothegm
app developer
appalachia
appall
appalled
appalling
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App