Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Heretic
01
αιρετικός
someone with beliefs against the doctrines of a particular religion
Παραδείγματα
The church labeled him a heretic for his unconventional views.
Η εκκλησία τον χαρακτήρισε αιρετικό για τις ασυνήθιστες απόψεις του.
She was considered a heretic for challenging traditional beliefs.
Θεωρήθηκε αιρετική γιατί αμφισβήτησε τις παραδοσιακές πεποιθήσεις.
02
αιρετικός, διαφωνούν
a person who holds unorthodox opinions in any field (not merely religion)
Λεξικό Δέντρο
heretical
heretic



























