Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Hemorrhage
01
αιμορραγία
an excessive and uncontrollable loss of blood from a damaged blood vessel
Παραδείγματα
The doctor was able to stop the hemorrhage and save the patient's life.
Ο γιατρός κατάφερε να σταματήσει την αιμορραγία και να σώσει τη ζωή του ασθενούς.
The patient 's hemorrhage was caused by a medication side effect.
Η αιμορραγία του ασθενούς προκλήθηκε από μια παρενέργεια φαρμάκου.
to hemorrhage
01
αιμορραγώ, χάνω πολύ αίμα
lose blood from one's body
Λεξικό Δέντρο
hemorrhagic
hemorrhage



























