Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Helping
01
μερίδα, σερβίρισμα
the amount of food served to an individual at one time, typically from a larger dish or container
Λεξικό Δέντρο
helping
help
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
μερίδα, σερβίρισμα
Λεξικό Δέντρο