Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
heinous
01
φρικτός, αποτρόπαιος
extremely evil or shockingly wicked in a way that deeply disturbs or offends
Παραδείγματα
The heinous crime shook the entire community to its core.
Το φρικτό έγκλημα σάλευσε όλη την κοινότητα μέχρι τα θεμέλιά της.
She was appalled by the heinous acts committed by the dictator's regime.
Έμεινε έκπληκτη από τις φρικτές πράξεις που διέπραξε το καθεστώς του δικτάτορα.
Λεξικό Δέντρο
heinously
heinousness
heinous



























