LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Heelbone
/hˈiːlbəʊn/
/hˈiːlboʊn/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "heelbone"
Heelbone
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
the largest tarsal bone; forms the human heel
word family
heel
bone
heelbone
heelbone
Noun
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
heel-and-toe shifting
heel turn
heel hook
heel counter
heel
heelflip
heels
heels over head
hefa
heft
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App