Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
heathenish
01
εθνικός, άθεος
characteristic of non-Christians or those adhering to pagan religions
Παραδείγματα
The ancient ruins bore traces of heathenish rituals performed by the indigenous tribes centuries ago.
Τα αρχαία ερείπια έφεραν ίχνη ειδωλολατρικών τελετών που πραγματοποιήθηκαν από τις ιθαγενείς φυλές πριν από αιώνες.
She was fascinated by the heathenish customs of the remote island tribe, which worshipped nature spirits.
Ήταν γοητευμένη από τις ειδωλολατρικές συνήθειες της απομακρυσμένης φυλής του νησιού, που λάτρευε τα πνεύματα της φύσης.
Λεξικό Δέντρο
heathenish
heathen



























