Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Heater
01
θερμάστρα, καλοριφέρ
a piece of equipment that produces heat to warm a place or increase the temperature of water
Παραδείγματα
She turned on the heater to warm up the room.
Άναψε το θερμοσίφωνα για να ζεστάνει το δωμάτιο.
The heater is essential during the chilly nights.
Ο θερμαντήρας είναι απαραίτητος τις κρύες νύχτες.
02
γρήγορη μπάλα, ρίψη με μέγιστη ταχύτητα
(baseball) a pitch thrown with maximum velocity
Λεξικό Δέντρο
heater
heat



























