Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Headrest
01
ακροκephalí, υποστήριξη κεφαλιού
a rest for the head
02
ακροκεφαλιά, υποστήριξη κεφαλιού
the padded support for the head attached to the top of a vehicle seat
Παραδείγματα
The headrest prevented neck strain during the long journey.
Το σκεπάσεργου απέτρεψε την καταπόνηση του λαιμού κατά τη διάρκεια του μακρινού ταξιδιού.
He leaned back against the headrest while waiting in traffic.
Ακούμπησε πίσω στο σκεπάστρα ενώ περίμενε στην κίνηση.
Λεξικό Δέντρο
headrest
head
rest



























