Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
harmless
01
αβλαβής, ακίνδυνος
causing no danger or damage
Παραδείγματα
The puppy 's playful behavior was harmless and endearing.
Η παιχνιδιάρικη συμπεριφορά του κουταβιού ήταν αβλαβής και γλυκιά.
She assured them that the medication was harmless and would not have any adverse effects.
Τους διαβεβαίωσε ότι το φάρμακο ήταν ακίνδυνο και δεν θα είχε καμία δυσμενή επίδραση.
Λεξικό Δέντρο
harmlessly
harmless
harm



























