Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
hard up
01
χωρίς λεφτά, σε οικονομικές δυσκολίες
experiencing financial difficulties, often lacking money to cover basic expenses
Παραδείγματα
After losing his job, he found himself hard up and struggling to pay the bills.
Αφού έχασε τη δουλειά του, βρέθηκε σε οικονομική δυσκολία και αγωνιζόταν να πληρώσει τους λογαριασμούς.
They were so hard up that they had to rely on food banks to get through the month.
Ήταν τόσο σε οικονομική δυσκολία που έπρεπε να βασιστούν σε τράπεζες τροφίμων για να βγάλουν τον μήνα.



























