Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Hangover
01
πονοκέφαλος από μεθύσι, επακόλουθο αλκοόλ
a feeling of illness one feels after drinking an excessive amount of alcohol
02
απομεινάρι, κληρονομιά
something that has survived from the past
03
ένα αξιωματούχο που παραμένει στη θέση του μετά τη λήξη της θητείας του, ένας υπάλληλος που παραμένει στο γραφείο μετά τη λήξη της θητείας του
an official who remains in office after his term



























