Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
hangry
01
πεινασμένος και ευερέθιστος, θυμωμένος από την πείνα
feeling irritable or angry due to hunger
Παραδείγματα
She gets hangry if she does n't eat on time.
Γίνεται hangry αν δεν φάει εγκαίρως.
He becomes hangry when he skips breakfast.
Γίνεται hangry όταν παραλείπει το πρωινό.



























