Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
handheld
01
φορητός, εύχρηστος
having dimensions and a weight that holding and operating with one or both hands becomes possible
Παραδείγματα
She used a handheld camera to capture the event.
Χρησιμοποίησε μια χειρός κάμερα για να καταγράψει την εκδήλωση.
The handheld vacuum cleaner is easy to use around the house.
Το χειρης ηλεκτρική σκούπα είναι εύκολο στη χρήση στο σπίτι.
Λεξικό Δέντρο
handheld
hand
held



























