Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Handcraft
01
χειροτεχνία, τεχνουργήματα
a work produced by hand labor
to handcraft
01
κατασκευάζω με το χέρι, χειροτεχνώ
make something by hand
Λεξικό Δέντρο
handcraft
hand
craft
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
χειροτεχνία, τεχνουργήματα
κατασκευάζω με το χέρι, χειροτεχνώ
Λεξικό Δέντρο
hand
craft