Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Handcart
01
χειραμάξι, καροτσάκι
wheeled vehicle that can be pushed by a person; may have one or two or four wheels
Λεξικό Δέντρο
handcart
hand
cart
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
χειραμάξι, καροτσάκι
Λεξικό Δέντρο
hand
cart