Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
handcrafted
01
χειροποίητος, τεχνουργημένος
made by hand using traditional or artisanal methods rather than by automated or mass-production processes
Παραδείγματα
The shop sells handcrafted jewelry made by local artisans.
Το κατάστημα πουλά χειροποίητα κοσμήματα φτιαγμένα από ντόπιους τεχνίτες.
Each handcrafted wooden chair is unique in its design.
Κάθε χειροποίητη ξύλινη καρέκλα είναι μοναδική στο σχέδιο της.
Λεξικό Δέντρο
handcrafted
handcraft
hand
craft



























