Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Handclasp
01
χειραψία, σφίξιμο χεριού
grasping and shaking a person's hand (as to acknowledge an introduction or to agree on a contract)
Λεξικό Δέντρο
handclasp
hand
clasp
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
χειραψία, σφίξιμο χεριού
Λεξικό Δέντρο
hand
clasp