Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Handbag
01
τσάντα χεριού, σακούλα
a bag that is small and used, especially by women, to carry personal items
Dialect
British
Παραδείγματα
She carried a sleek black handbag that perfectly matched her evening dress.
Κουβαλούσε μια κομψή μαύρη τσάντα που ταίριαζε τέλεια με το βραδινό της φόρεμα.
Her handbag was filled with essentials like keys, wallet, and makeup.
Η τσάντα της ήταν γεμάτη με απαραίτητα αντικείμενα όπως κλειδιά, πορτοφόλι και μακιγιάζ.
Λεξικό Δέντρο
handbag
hand
bag



























