Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
hallowed
01
ιερός, σεβαστός
considered holy or very important in a religious way
Παραδείγματα
The ancient shrine hidden in the mountains was considered hollowed by the local community.
Ο αρχαίος ναός κρυμμένος στα βουνά θεωρούνταν ιερός από την τοπική κοινότητα.
The sacred texts were carefully preserved and treated as hollowed documents within the monastery.
Τα ιερά κείμενα διατηρήθηκαν προσεκτικά και αντιμετωπίστηκαν ως ιερά έγγραφα εντός της μονής.
Λεξικό Δέντρο
unhallowed
hallowed
hallow



























