Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
hallucinatory
01
παραισθητικός, παραισθησιογόνος
experiencing unreal sensations, often treated for mental health or substance-related reasons
Παραδείγματα
She had hallucinatory visions during the fever.
Είχε παραισθησιακές οπτασίες κατά τη διάρκεια του πυρετού.
Medication helps control hallucinatory episodes.
Τα φάρμακα βοηθούν στον έλεγχο των παραισθητικών επεισοδίων.
Λεξικό Δέντρο
hallucinatory
hallucinate
hallucin



























