Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
hairy
01
τριχωτός, μαλλιαρός
having a lot of hair
02
τρομακτικός, φρικιαστικός
dangerous or scary, usually in an exciting way
Λεξικό Δέντρο
hairiness
nonhairy
hairy
hair
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
τριχωτός, μαλλιαρός
τρομακτικός, φρικιαστικός
Λεξικό Δέντρο