Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Hairstyle
Παραδείγματα
She changed her hairstyle for the wedding, opting for elegant curls.
Άλλαξε το χτένισμά της για το γάμο, επιλέγοντας κομψές μπούκλες.
His new hairstyle gave him a more modern look.
Το νέο του κούρεμα του έδωσε μια πιο μοντέρνα εμφάνιση.
Οικογένεια λέξεων
hair
style
hairstyle
hairstyle
Noun
hairstylist
Noun
hairstylist
Noun



























