Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Hailstorm
01
χαλαζοθύελλα, ισχυρή πτώση χαλαζιών
a heavy fall of hail during a storm
Παραδείγματα
The hailstorm caused damage to cars and rooftops.
Η χαλαζοθύελλα προκάλεσε ζημιές σε αυτοκίνητα και στέγες.
We had to seek shelter during the sudden hailstorm.
Έπρεπε να αναζητήσουμε καταφύγιο κατά τη διάρκεια του ξαφνικού χαλαζοθύελλας.
Λεξικό Δέντρο
hailstorm
hail
storm



























