Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Habitude
01
συνήθεια
a behavioral pattern that develops into a person's customary reaction because they have performed it regularly in the past
Παραδείγματα
He struggled to break the habitude of procrastinating that he had developed over years of college assignments.
Πάλεψε να σπάσει τη συνήθεια της αναβλητικότητας που είχε αναπτύξει κατά τα χρόνια των πανεπιστημιακών του εργασιών.
Exercise has become such a habitude for me now that I do n't feel right if I miss my daily run.
Η άσκηση έχει γίνει τόσο συνήθεια για μένα τώρα που δεν αισθάνομαι καλά αν χάσω τον καθημερινό μου τρέξιμο.



























