Habited
volume
British pronunciation/hˈæbɪtɪd/
American pronunciation/hˈæbɪɾᵻd/

Ορισμός και Σημασία του "habited"

01

dressed in a habit

word family

habit

habit

Verb

habited

Adjective

inhabited

Adjective

inhabited

Adjective
example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store