Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Habitant
01
κάτοικος
an individual who lives permanently or temporarily within a particular environment
Παραδείγματα
The rural town was home to many long-time habitants who had lived there for generations.
Η αγροτική πόλη ήταν το σπίτι πολλών παλιών κατοίκων που είχαν ζήσει εκεί για γενιές.
City planners conducted a survey of local habitants to get input about issues like traffic, parks, and community development.
Οι αστικοί σχεδιαστές πραγματοποίησαν μια έρευνα στους τοπικούς κατοίκους για να λάβουν πληροφορίες σχετικά με ζητήματα όπως η κυκλοφορία, τα πάρκα και η κοινοτική ανάπτυξη.



























