habitant
ha
ˈhæ
χαι
bi
μπι
tant
tənt
ταντ
British pronunciation
/hˈabɪtənt/

Ορισμός και σημασία του "habitant"στα αγγλικά

01

κάτοικος

an individual who lives permanently or temporarily within a particular environment
example
Παραδείγματα
The rural town was home to many long-time habitants who had lived there for generations.
Η αγροτική πόλη ήταν το σπίτι πολλών παλιών κατοίκων που είχαν ζήσει εκεί για γενιές.
City planners conducted a survey of local habitants to get input about issues like traffic, parks, and community development.
Οι αστικοί σχεδιαστές πραγματοποίησαν μια έρευνα στους τοπικούς κατοίκους για να λάβουν πληροφορίες σχετικά με ζητήματα όπως η κυκλοφορία, τα πάρκα και η κοινοτική ανάπτυξη.
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store