Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Antiquarian
01
αρχαιοπώλης, συλλέκτης αρχαιοτήτων
an expert or collector of antiquities
antiquarian
01
αρχαιοπωλικός, σχετικός με αρχαιότητες
of or relating to antiques or antiquities
02
αρχαιοπωλικός, σχετικός με τους αρχαιοπώλες
of or relating to persons who study or deal in antiques or antiquities



























