Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Gumshoe
01
λαστιχένιο παπούτσι, αδιάβροχο υπερπαπούτσι
a waterproof overshoe that protects shoes from water or snow
02
ντετέκτιβ, ερευνητής
someone who is a detective
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
λαστιχένιο παπούτσι, αδιάβροχο υπερπαπούτσι
ντετέκτιβ, ερευνητής