Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Gumption
01
πρωτοβουλία, αποφασιστικότητα
the determination and resourcefulness to engage in a difficult task
02
η κοινή λογική, η πρωτοβουλία
the ability to think sensibly and reasonably and decide what should be done
Παραδείγματα
Her gumption allowed her to navigate the complex negotiations with ease.
Η ευστροφία της της επέτρεψε να πλοηγηθεί με ευκολία στις πολύπλοκες διαπραγματεύσεις.
She showed real gumption by coming up with a creative solution to the problem.
Έδειξε πραγματική ευστροφία βρίσκοντας μια δημιουργική λύση στο πρόβλημα.



























