grunge
grunge
grənʤ
γκραντζ
British pronunciation
/ɡɹˈʌnd‍ʒ/

Ορισμός και σημασία του "grunge"στα αγγλικά

01

βρωμιά, λεκές

dirt, filth, or grime that accumulates on surfaces, often difficult to clean
example
Παραδείγματα
The old machinery was coated in grunge, making it difficult to clean.
Τα παλιά μηχανήματα ήταν καλυμμένα με βρωμιά, κάνοντας δύσκολο τον καθαρισμό τους.
After the hike, his boots were covered in grunge from the muddy trail.
Μετά την πεζοπορία, οι μπότες του ήταν καλυμμένες με βρωμιά από το λασπωμένο μονοπάτι.

Λεξικό Δέντρο

grungy
grunge
App
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store