Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Grunge
01
βρωμιά, λεκές
dirt, filth, or grime that accumulates on surfaces, often difficult to clean
Παραδείγματα
The old machinery was coated in grunge, making it difficult to clean.
Τα παλιά μηχανήματα ήταν καλυμμένα με βρωμιά, κάνοντας δύσκολο τον καθαρισμό τους.
After the hike, his boots were covered in grunge from the muddy trail.
Μετά την πεζοπορία, οι μπότες του ήταν καλυμμένες με βρωμιά από το λασπωμένο μονοπάτι.



























