LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Grimness
/ɡɹˈɪmnəs/
/ˈɡɹɪmnəs/
Noun (2)
Ορισμός και Σημασία του "grimness"
Grimness
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
something hard to endure
02
the quality of being ghastly
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
grimly
griminess
grimes' golden
grime
grimace
grimoire
grimy
grin
grin and bear
grin from ear to ear
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App