Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
gravely
01
σοβαρά, ανησυχητικά
seriously enough to cause concern or worry
Παραδείγματα
The patient 's condition has worsened gravely overnight.
Η κατάσταση του ασθενούς επιδεινώθηκε σοβαρά μέσα σε μια νύχτα.
The company 's financial situation was gravely affected by the market crash.
Η οικονομική κατάσταση της εταιρείας επηρεάστηκε σοβαρά από την κατάρρευση της αγοράς.
02
σοβαρά, επίσημα
in a solemn, serious, or dignified manner
Παραδείγματα
The judge spoke gravely before delivering the verdict.
Ο δικαστής μίλησε σοβαρά πριν από την έκδοση της απόφασης.
She nodded gravely when told the bad news.
Έγνεψε σοβαρά όταν της είπαν τα άσχημα νέα.
Λεξικό Δέντρο
gravely
grave



























