Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Grandma
01
γιαγιά, γιαγιά
the mother of our mother or father
Παραδείγματα
He enjoys playing cards with his grandma.
Απολαμβάνει να παίζει χαρτιά με τη γιαγιά του.
He goes grocery shopping with his grandma every Tuesday.
Πηγαίνει για ψώνια με τη γιαγιά του κάθε Τρίτη.



























