Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Granddaughter
01
εγγονή, κόρη του γιου ή της κόρης μας
the daughter of our son or daughter
Παραδείγματα
His granddaughter comes to visit him every Sunday.
Η εγγονή του έρχεται να τον επισκεφτεί κάθε Κυριακή.
She enjoys baking pies with her granddaughter during the holidays.
Απολαμβάνει να ψήνει πίτες με την εγγονή της κατά τις διακοπές.
Λεξικό Δέντρο
granddaughter
grand
daughter



























