LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Granddad
/ɡɹˈændæd/
/ˈɡɹænˌdæd/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "granddad"
Granddad
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
the father of one's mother or father
Παράδειγμα
It
's
odd
seeing
pictures
of
my
granddad
tearing up
the
dance floor
in
his
zoot suit
as
a
young man
.
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App