grainy
grai
ˈgreɪ
γκρει
ny
ni
νι
British pronunciation
/ɡɹˈe‍ɪni/

Ορισμός και σημασία του "grainy"στα αγγλικά

01

κοκκώδης, granulated

having a texture or appearance with small, granular particles
example
Παραδείγματα
With its tiny particles, the face scrub was grainy, gently cleansing the skin.
Με τα μικροσκοπικά του σωματίδια, το σκραμπ για το πρόσωπο ήταν κοκκώδες, καθαρίζοντας απαλά το δέρμα.
The mustard had a grainy consistency, with visible mustard seeds giving it texture.
Η μουστάρδα είχε μια κοκκώδη σύσταση, με ορατούς σπόρους μουστάρδας που της έδιναν υφή.
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store