Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Grammar
01
γραμματική, σύνταξη
the study or use of words and the way they are put together or changed to make sentences
Παραδείγματα
I practice my English grammar every day by writing journal entries.
Εξασκώ την αγγλική μου γραμματική κάθε μέρα γράφοντας ημερολογιακές καταχωρίσεις.
One of the challenges of learning German is mastering its complex grammar.
Μια από τις προκλήσεις της εκμάθησης των γερμανικών είναι η κατάκτηση της πολύπλοκης γραμματικής τους.
Λεξικό Δέντρο
grammatic
grammatical
grammar



























